- χρονογράφους
- χρονόγραφοςchroniclermasc acc plχρονογράφοςmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ζωναράς, Ιωάννης — (12ος αι.). Βυζαντινός εκκλησιαστικός συγγραφέας και χρονογράφος. Στα χρόνια του Αλέξιου Α’ Κομνηνού (1081 1118) ανέλαβε ανώτερα αξιώματα στην αυλή και στη συνέχεια έγινε μοναχός και ασχολήθηκε με πολύμορφες μελέτες. Με τα σχόλιά του σε… … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… … Dictionary of Greek
Αμιρούτζης — Επώνυμο μεγάλης οικογένειας της Τραπεζούντας, που άκμασε τον 15o αι. Τα κυριότερα μέλη της είναι: 1. Αλέξανδρος. Μετά την άλωση της Τραπεζούντας (1461) οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη και έπειτα στην Αδριανούπολη. Εξισλαμίστηκε και… … Dictionary of Greek
Αμύντας — I Όνομα βασιλιάδων και αξιωματούχων της Μακεδονίας. 1. Α. Α’. Βασιλιάς της Μακεδονίας (δεύτερο μισό 6ου αι. π.Χ.), γιος του Αλκέτα. Διατηρούσε στενές σχέσεις με τον τύραννο των Αθηνών Πεισίστρατο, ο οποίος χάρη στη βοήθεια του Α. κατόρθωσε να… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Διγενής Ακρίτας — Βυζαντινό έπος, του οποίου ο ομώνυμος κεντρικός ήρωας υπήρξε επίσης κεντρικός ήρωας ενός κύκλου δημοτικών τραγουδιών (ακριτικός κύκλος). Το έπος σώζεται σε έξι παραλλαγές και θεωρείται το πρώτο γραπτό μνημείο της νεοελληνικής λογοτεχνίας.… … Dictionary of Greek
Ελένη, αγία — (Δρέπανο Βιθυνίας 247 – 328 μ.Χ.). Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας και μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ήταν κόρη ξενοδόχου, ελληνικής καταγωγής. Όταν, γύρω στο 270, ο Κωνστάντιος ο Χλωρός, αξιωματικός τότε του Αυρηλιανού, πέρασε από το… … Dictionary of Greek
Μάλι, αυτοκρατορία — Μια από τις λεγόμενες σουδανικές αυτοκρατορίες (οι άλλες δύο ήταν η Γκάνα και η Σονγκάι) οι οποίες διαδέχονταν η μία την άλλη μεταξύ 8ου και 16ου αι. και κυριάρχησαν σε εκτεταμένες περιοχές της δυτικής Αφρικής. Περίπου το 1000 είχε ήδη ιδρυθεί… … Dictionary of Greek